- κοινοφρων
- κοινόφρωνκοινό-φρων2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный
(τινί Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοινόφρων — κοινόφρων, ον (Α) αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
κοινόφρων — like minded with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek